σκυλεύσας

σκυλεύσας
σκῠλεύσᾱς , σκύλλω
torn
fut part act fem acc pl (epic doric ionic)
σκῠλεύσᾱς , σκύλλω
torn
fut part act fem gen sg (doric)
σκυλεύσᾱς , σκυλάω
pres part act fem acc pl (epic doric ionic)
σκυλεύσᾱς , σκυλάω
pres part act fem gen sg (epic doric ionic)
σκῡλεύσᾱς , σκυλεύω
strip
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
σκυλεύσᾱς , σκυλόω
veil
pres part act fem acc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκυλεύω — ΝΑ [σκῡλον] 1. απογυμνώνω νεκρό στρατιώτη και παίρνω τα όπλα του (α. «συνόδευαν τη μονάδα και σκύλευαν τους σκοτωμένους» β. «σκυλεύσας τοὺς Ἀργείους νεκροὺς καὶ προσφορήσας τὰ ὅπλα πρὸς τὸ ἑωυτοῡ στρατόπεδον», Ηρόδ.) 2. διαρπάζω, λαφυραγωγώ (α.… …   Dictionary of Greek

  • προσφορώ — έω, Α [πρόσφορος] φέρνω προς κάποιον ή προς κάτι («σκυλεύσας τούς... νεκροὺς καὶ προσφορήσας τὰ ὅπλα», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • ԿՈՂՈՊՏԻՉ — (տչի, չաց.) NBH 1 1113 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ա. σκυλεύσας praedator. Որ կողոպտեաց կամ կողոպտէ. թալլօղ. ... *կողոպտեսցեն զկողոպտիչս իւրեանց. Եզեկ. ՟Լ՟Թ. 10: *Անժուժկալք կողոպտիչք. Խոր. ՟Գ. 68: *Դու… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”